-
1 ὑποδοχή
ὑποδοχ-ή, ἡ,A reception,χῶραι εἰς ὑποδοχὴν ἕτοιμοι τοῖς.. περιττώμασι Gal.6.173
, cf. Sor.1.84;χρῶνται [τοῖς ὕδνοις] πρὸς ὑποδοχὴν ἀρτυμάτων Gal.6.655
;βόθρος εἰς ὑ. ῥίψεως πεποιημένος Poll.9.103
; τὴν δοθεῖσαν ὑπόθεσιν εὐφυᾶ πρὸς ὑ. γυμναστικῆς a subject fit for reception of gymnastic training, Luc. Hist.Conscr.35.2 entertainment, hospitality, Ar. Pax 530 (v. VI infr.), Pl.Lg. 919a (pl.);κτήνεα σιτεύεσκον.. ἐσὑποδοχὰς τοῦ στρατοῦ Hdt.7.119
;ἐσδέξομαι.. ὑποδοχαῖς δόμων E.IA 1229
;ὑποδοχὰς ποιεῖσθαι Ath.5.210e
; (Cos, iii/ii B. C.); also ἐς ὑποδοχὴν τοῦ στρατεύματος ἐτάσσοντο for the reception of the army (in hostile sense), Th.7.74.4 means for entertaining, Plu.Alc.12; H.; so perh. in IG42(1).92.6 (Epid., iii/iv A. D.).II acceptance, support, εἰς ὑποδοχὴν ἅπαντα λέγειν καὶ πράττειν τινί by way of playing up to, supporting, or seconding him, Aeschin.3.62, cf. Plb.31.25.10.b expectation, Id.Ep.3.34.2 receptacle, reservoir, Arist.Pol. 1330b6, Mete. 349b7;ἡ τῆς μισγαγκείας ὑ. Pl.Phlb. 62d
; of the vessels of the body,ὁ μαστὸς ὑ... ἐστι γάλακτος Arist. PA 692a12
; of the stomach, ὑ. τροφῆς ib. 682a17; of the womb, Id.GA 722b14, etc.V stewardship, office of theὑποδέκτης, ἀννωνῶν PSI1.44.1
(v A. D.); λόγος ὑποδοχῆς (including ἀνάλωμα) ib.8.959.1 (iv A. D.); τὴν ὑ. πᾶσαν τοῦ μακαρίου Ἰούστου αὐτὸς ὑπόδεξε (leg. - ξαι) POxy. 1838 (vi A. D.), cf. PLond.5.1667.3 (vi A. D.), PFlor.290.3 (vi A. D.), etc.2 taking over, receipt by an agent, acceptance of responsibility for,πρὸς ἀπόδειξιν ὑποδοχῆς PSI1.60.28
(vi A. D.), cf. 72.4 (vi A. D.);παντὶ δημοσίων ἀπαίτησιν καὶ ὑ. ποιησαμένῳ Just.Nov.163.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδοχή
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
τουρισμός — Πολύμορφο φαινόμενο, που περιλαμβάνει το σύνολο των μετακινήσεων που γίνονται για μορφωτικούς λόγους ή για αναψυχή και τις πολλαπλές του επιδράσεις στην οικονομία και στο τοπίο των ενδιαφερόμενων περιοχών. Ο τ. απασχόλησε στις πολλαπλές… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek